- εξυγία(ν)ση
- η1. η καταπολέμηση και εξουδετέρωση τών παραγόντων που ευνοούν την ύπαρξη μολυσματικών εστιών σε κάποιο τόπο με κατάλληλα υγειονομικά μέτρα2. η επαναφορά σε ικανοποιητική κατάσταση με επίλυση τών προβλημάτων και εξουδετέρωση τών ελλείψεων («η εξυγίανση τής οικονομίας, τής εκπαίδευσης, τής δημόσιας ζωής» κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξυγίανσις μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.